- αλεξιπτωτιστής
- ο , αλεξιπτωτίστρια η парашютист, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλεξιπτωτιστής — ο 1. αυτός που χρησιμοποιεί αλεξίπτωτο. 2. Στρ. στρατιωτικός εφοδιασμένος με αλεξίπτωτο κι εκπαιδευμένος έτσι ώστε να συμμετέχει σε στρατιωτικές επιχειρήσεις από αέρος (αεραποβάσεις). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξίπτωτο. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ … Dictionary of Greek
αλεξιπτωτιστής — ο πρόσωπο (συνήθως στρατιωτικός) ασκημένο να κατεβαίνει στο έδαφος από αεροπλάνο με αλεξίπτωτο: Όλοι σχεδόν οι στρατοί διαθέτουν μονάδες αλεξιπτωτιστών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλεξίπτωτο — Συσκευή που αποσκοπεί στον περιορισμό της ταχύτητας πτώσης ενός σώματος μέσα στην ατμόσφαιρα. Επειδή η λειτουργία του βασίζεται στην εκμετάλλευση της αντίστασης του αέρα, το α. μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος αεροδυναμικού φρένου. Πρώτος ο Λεονάρντο … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek